- ψέγος
- ψέγος· τάφος, Hsch.: cf. ἐπιψέγω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψέγος — (I) το, ΝΜ [ψέγω] μομφή, επίκριση. (II) Α (κατά τον Ησύχ.) «τάφος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για διαλ. τ. τής λ. στέγος* με σημ. «τάφος»] … Dictionary of Greek
ψεγάδι — το, Ν ελάττωμα, μειονέκτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ψέγος (Ι) + υποκορ. κατάλ. άδι (πρβλ. πηγ άδι)] … Dictionary of Greek